- δασόφυτος
- -η, -οτόπος σκεπασμένος με δάση, δασοσκέπαστος: Μεγάλης έκτασης δασόφυτες περιοχές καταστράφηκαν από την πυρκαγιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δασόφυτος — η, ο (για τόπους) αυτός που καλύπτεται από δάση («δασόφυτες εκτάσεις, δασόφυτη πλαγιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + φυτος < φυτός «φυσικός» < φύομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο] … Dictionary of Greek
αλσοβριθής — ές αυτός που έχει άφθονα δάση, δασώδης, δασόφυτος, δασοσκεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλσος + βριθής < βρίθω] … Dictionary of Greek
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
δασιασμένος — η, ο ο δασόφυτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δασώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, δασόφυτος, γεμάτος δάση: Για να φτάσουμε στον προορισμό μας περάσαμε από μια δασώδη περιοχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)